- μουγγός
- muet
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μουγγός — ή, ό (Μ μουγγός και μογγός, ή, όν) αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος νεοελλ. 1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος 2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.). επίρρ … Dictionary of Greek
μουγγαίνω — [μουγγός] 1. καθιστώ κάποιον μουυγό, βουθαίνω 2. μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, τόν αποστομώνω … Dictionary of Greek
Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… … Dictionary of Greek
άλαλος — η, ο (Α ἄλαλος, ον) αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός νεοελλ. ανόητος, βλάκας, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λάλος < λαλῶ. ΠΑΡ. αλαλία νεοελλ. αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα] … Dictionary of Greek
απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία … Dictionary of Greek
μογγία — μουγία, ἡ (Μ) [μογγός] η ιδιότητα τού μουγγού, το να είναι κανείς μουγγός … Dictionary of Greek
μουγγαμάρα — η 1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση τού μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα 2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. αμάρα (πρβλ. βουβ… … Dictionary of Greek
μούγγα — η μουγγαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. α, κατά το σχήμα λεπρός λέπρα, πικρός πίκρα] … Dictionary of Greek
μυνδός — μυνδός, όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος, μουγγός 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος ἄφωνος... ἢ ἐνεός καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός] … Dictionary of Greek